Βασίλης (Βάσος) Δασκαλάκης

Ο Βάσος (Βασίλης) Δασκαλάκης γεννήθηκε στον Πύρριχο το 1897. Ήταν γιος του δημοδιδάσκαλου Δημοσθένη Δασκαλάκη. Η μητέρα του, Ζωή, πέθανε στις 12.07.1899 κατά την διάρκεια της γέννας του δεύτερου παιδιού της, όταν ο Βάσος ήταν δύο χρόνων. Στην μνήμη της μητέρας του Βάσου, ο πατέρας του ανήγειρε την εκκλησία της Αγίας Τριάδας που βρίσκεται στον Πύρριχο.

Ο Βάσος μετά τον θάνατο της μητέρας του μεγάλωσε σε συγγενικό σπίτι στην Αρεόπολη, όπου τέλειωσε το Σχολαρχείο. Γυμνασιακές σπουδές δε μπόρεσε να κάνει λόγω του ξαφνικού θανάτου του πατέρα του, γεγονός που τον ανάγκασε να φύγει εκ νέου σε άλλο συγγενικό σπίτι στο Λαύριο σε ηλικία 12 ετών. Εκεί δούλεψε εργάτης στα μεταλλεία. Ακολούθησαν διάφορα επαγγέλματα και παράλληλα μαθήματα σε νυχτερινά σχολεία. Αυτοδίδακτος ουσιαστικά, κατόρθωσε να αποκτήσει πλατύτερη μόρφωση, να μάθει μόνος του και ξένες γλώσσες, να ταξιδέψει με αποστολή στην Αμερική κι αργότερα στην Ευρώπη και να καταλήξει ανώτερος υπάλληλος στο Τμήμα Δασών του Υπουργείου Γεωργίας. Στο διάστημα αυτό, παντρεύτηκε την συγγραφέα Έλλη Αλεξίου με την οποία δεν έπαψε να διατηρεί φιλικές σχέσεις και μετά τη διάλυση του γάμου τους.  Ίδρυσε το 1923 με τον Φώτη Κόντογλου το περιοδικό «Φιλική Εταιρεία», συνεργάστηκε στη σύνταξη του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού του Ελευθερουδάκη και παρέμεινε αρκετό καιρό Γενικός Γραμματέας της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Το σύνολο του πρωτότυπου λογοτεχνικού του έργου αποτελούν το μυθιστόρημα “Οι Ξεριζωμένοι”, που δημοσιεύτηκε το 1930, και τέσσερα διηγήματα δημοσιευμένα σε λογοτεχνικά περιοδικά.  Ο Δασκαλάκης υπήρξε βασικός μεταφραστής των έργων του Χένρικ  Ίψεν και του Κνουτ Χάμσουν στη χώρα μας.  Απεβίωσε στην Αθήνα το 1944, από διάτρηση του στομάχου, στα 47 του χρόνια. Το ονόμά του δόθηκε τιμητικά στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Λαυρίου. 

Στο βιβλίο του “Οι ξεριζωμένοι”  ο συγγραφέας περιγράφει τα παιδικά του χρόνια στον Πύρριχο και κάνει ιδιαίτερη μνεία στην οικογενειακή εκκλησία της Αγίας Τριάδας. Οι Ξεριζωμένοι τοποθετούνται στα πλαίσια του ελληνικού κοινωνικού ρεαλισμού της ελληνικής πεζογραφίας του μεσοπολέμου. Βασικό χαρακτηριστικό του έργου είναι η απόπειρα του συγγραφέα να συνδυάσει αυτοβιογραφικά -από τα παιδικά του χρόνια ως εργάτης στο Λαύριο- και κοινωνικού προβληματισμού στοιχεία. Αποσπάσματα από τους Ξεριζωμένους συμπεριελήφθησαν στο σχολικό βιβλίο “Ανθολόγιο” για παιδιά του Δημοτικού (Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, 1975).

(απόσπασμα από το βιβλίο «Οι ξεριζωμένοι», σελίδα 44).
Η Αγία Τριάδα, η παπούδικη εκκλησία του σπιτιού μας, χτισμένη εκεί στην πάνω πάνω σκισμάδα του λαγγαδιού ήτανε θαυματουργή, κι ακουσμένη σε ανατολή και δύση. Τα βράδια γινότανε να χτυπήσει πολλές φορές η πόρτα μας κι ήτανε ξένοι φερμένοι από μακρινά χωριά για να κάμουνε λειτουργία στη χάρη της. Περπατούσανε δέκα και δέκαπέντε ώρες και βαστούσανε λαμπάδες ίσα με το μπόι των παιδιών τους, σακουλάκια λιβάνι ίσα με το βάρος τους, ή ασημένια τάματα – κανένα στήθος, κανένα χέρι, δύο μάτια – που τα κρεμούσανε στην εικόνα.
Τον καιρό του πάπου μου, που ήτανε άγιος άνθρωπος και πνευματικός του χωριού, πολλοί στραβοί είχανε δει το φως τους στην Αγία Τριάδα, παράλυτοι είχανε σηκωθή κι είχανε περπατήση, κι άρωστοι, αποφασισμένοι από τους γιατρούς, είχανε γλιτώση μες απ  τα δόντια του χάρου.

Σαν πέθανε ο πάπος μου, ο δεσπότης έδωκε διαταγή και κρεμάσανε την εικόνα του μέσα στην εκκλησία, σαν τους αγίους. Βρίσκεται ακόμα εκειδά, στην γωνιά που στέκει η κολυμπήθρα, κι οι προσκυνητές που τον θυμούνται ή που τον έχουν ακουστά, σαν ασπαστούν τις άλλες εικόνες δεν ξεχνούν ν’ ανασπαστούν και τη δική του. Και την κοιτάζουνε με σεβασμό. Στην αντικρινή γωνιά είνε η πλάκα της πρώτης μητέρας μου.

Στην χάρη της Αγίας Τριάδας ήτανε που θα πρόσπεφτε ολόκληρο το χωριό, κείνη τη δύστυχη χρονιά. Της Αγίας Τριάδας που ήτανε αποκούμπι και παρηγοριά κάθε κακοτυχημένου».

Ολόκληρο το βιβλίο μπορεί κανείς να κατεβάσει ελεύθερα σε μορφή pdf από την ιστοσελίδα “Ανέμη” (για να να μεταβείτε κάντε κλικ  ΕΔΩ).

βιβλιογραφία:

Design a site like this with WordPress.com
Ξεκινήστε